- ομφαλίδα
- η (Α ὀμφαλίς, -ίδος) [ομφαλός]ο ομφάλιος λώρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀμφαλίδα — ὀμφαλίς navel string fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλιδικός — ή, ό [ομφαλίδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομφαλίδα … Dictionary of Greek
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
ομφάλιος — α, ο (ΑΜ ὀμφάλιος, ία, ον) [ομφαλός] το ουδ. ως ουσ. το ομφάλιον (στο Βυζ.) στρογγυλή πλάκα από χρωματιστό μάρμαρο που τοποθετείται στο κέντρο τού μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
ομφαλίς — ὀμφαλίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. ομφαλίδα … Dictionary of Greek
ωοθάλαμος — το, Ν ανατ. το εμβρυοθυλάκιο, ο σάκος που σχηματίζεται από τους εμβρυϊκούς υμένες και περιέχει το αμνιακό υγρό, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το έμβρυο, εξαρτημένο από την ομφαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θάλαμος] … Dictionary of Greek
ύστερο — το / ὕστερον, ΝΜΑ (ιατρ. κτην.) τα εξαρτήματα τού εμβρύου που αποκολλώνται από τη μήτρα και αποπίπτουν μετά τον τοκετό, δηλαδή ο πλακούντας, οι υμένες, και η ομφαλίδα, κν. άκλουθο και καταπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὑστέρα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ύστερο — το ο πλακούντας, οι υμένες, η ομφαλίδα κ.ά που αποβάλλονται μετά τον τοκετό από τη μήτρα, το ακόλουθο, το άκλουθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)